βρύο — το χνουδωτό φυτό που ευδοκιμεί σε υγρά και σκιερά μέρη, μούσκλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άτριχον — το βοτ. βρύο που ζει σε τόπους υγρούς και σκιερούς … Dictionary of Greek
αζωλιτμίνη — η Χημ. καστανοκόκκινη αζωτούχα χρωστική ουσία που μάλλον αποτελεί την κύρια ουσία τού ηλιοτροπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azolimin, νόθο σύνθ. < azo (< azote, πρβλ. άζωτο + litm < litmus, λ. σκανδιναβικής… … Dictionary of Greek
βρυ — το το βρύο … Dictionary of Greek
βρυοειδής — ές όμοιος με βρύο … Dictionary of Greek
βρυώδης — ες (Α βρυώδης, ες) [βρύον] γεμάτος βρύα νεοελλ. όμοιος με βρύο … Dictionary of Greek
βρύω — (AM) 1. (κυρίως για φυτά) είμαι φορτωμένος άνθη ή καρπούς 2. είμαι άφθονος, πληθαίνω 3. (για τη γη) παράγω σε αφθονία 4. αναβλύζω, αναδίδω («βρύει ὕδωρ», για τόπο «βρύει Ιάματα», για αγίους. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύο] … Dictionary of Greek
επιφλοιώδης — ες (για παρασιτικά φυτά) αυτός που φυτρώνει στην επιφάνεια τού φλοιού τών δέντρων («βρύο επιφλοιώδες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλοιώδης (< φλοιός)] … Dictionary of Greek
ισόβρυον — ἰσόβρυον, τὸ (Α) φυτό που μοιάζει με βρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βρύον] … Dictionary of Greek
μουσκώ — μουσκῶ (Μ) κατσουφιάζω από τη στενοχώρια μου, σκοτεινιάζει η όψη μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μοῦσκος / *μοῦσκο (< ιταλ. musco «βρύο»), πρβλ. μούσκλι > μουσκλιάζω] … Dictionary of Greek